πριαπισμός
Greek
Noun
πριαπισμός • (priapismós) m (plural πριαπισμοί)
- (medicine) priapism
- Πριαπισμός είναι πάθηση που εκδηλώνεται ως μη υποχωρούσα, παρατεταμένη επώδυνη στύση, η οποία δε σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλική διέγερση.
- Priapismós eínai páthisi pou ekdilónetai os mi ypochoroúsa, paratetaméni epódyni stýsi, i opoía de schetízetai aparaítita me sexoualikí diégersi.
- Priapism is a condition that manifests as a persistent, prolonged and painful erection which is not necessarily associated with sexual arousal.
Declension
declension of πριαπισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πριαπισμός • | πριαπισμοί • |
genitive | πριαπισμού • | πριαπισμών • |
accusative | πριαπισμό • | πριαπισμούς • |
vocative | πριαπισμέ • | πριαπισμοί • |
Further reading
πριαπισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.