προβιομηχανικός
Greek
Etymology
προ- (pro-, “pre”) + βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
Adjective
προβιομηχανικός • (proviomichanikós) m (feminine προβιομηχανική, neuter προβιομηχανικό)
Declension
declension of προβιομηχανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβιομηχανικός | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικοί | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
genitive | προβιομηχανικού | προβιομηχανικής | προβιομηχανικού | προβιομηχανικών | προβιομηχανικών | προβιομηχανικών |
accusative | προβιομηχανικό | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικούς | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
vocative | προβιομηχανικέ | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικοί | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
Related terms
- βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
- and see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.