προκατάληψη
Greek
Declension
declension of προκατάληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προκατάληψη • | προκαταλήψεις • |
genitive | προκατάληψης • προκαταλήψεως • | προκαταλήψεων • |
accusative | προκατάληψη • | προκαταλήψεις • |
vocative | προκατάληψη • | προκαταλήψεις • |
Further reading
προκατάληψη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.