πρωταγωνιστής
Greek
Etymology
From Ancient Greek πρωταγωνιστής (prōtagōnistḗs), equivalent to πρωτ- (prot-, “first”) + αγωνιστής (agonistís, “fighter, athlete”).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾotaɣoniˈstis/
- Hyphenation: πρω‧τα‧γω‧νι‧στής
Noun
πρωταγωνιστής • (protagonistís) m (plural πρωταγωνιστές, feminine πρωταγωνίστρια)
Declension
declension of πρωταγωνιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωταγωνιστής • | πρωταγωνιστές • |
genitive | πρωταγωνιστή • | πρωταγωνιστών • |
accusative | πρωταγωνιστή • | πρωταγωνιστές • |
vocative | πρωταγωνιστή • | πρωταγωνιστές • |
Related terms
- ανταγωνιστής (antagonistís)
- δευτεραγωνιστής m (defteragonistís)
- τριταγωνιστής m (tritagonistís)
- συμπρωταγωνιστής m (symprotagonistís), συμπρωταγωνίστρια f
- and see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.