πρωτοβουλία
Greek
Etymology
πρωτο- (proto-, “first”) + βουλή (voulí, “will, desire”) + -ία (-ía). First attested 1871.
Pronunciation
- IPA(key): /pɾotovuˈlia/
- Hyphenation: πρω‧το‧βου‧λί‧α
Noun
πρωτοβουλία • (protovoulía) f (plural πρωτοβουλίες)
- initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
- to take the initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
Declension
declension of πρωτοβουλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
genitive | πρωτοβουλίας • | πρωτοβουλιών • |
accusative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
vocative | πρωτοβουλία • | πρωτοβουλίες • |
See also
- αυτοβουλία f (aftovoulía, “independence”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.