πρόγραμμα
Greek
Noun
πρόγραμμα • (prógramma) n (plural προγράμματα)
Declension
declension of πρόγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |
genitive | προγράμματος • | προγραμμάτων • |
accusative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |
vocative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.