πυραμιδικός
Greek
Adjective
πυραμιδικός • (pyramidikós) m (feminine πυραμιδική, neuter πυραμιδικό)
Declension
declension of πυραμιδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυραμιδικός | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικοί | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
genitive | πυραμιδικού | πυραμιδικής | πυραμιδικού | πυραμιδικών | πυραμιδικών | πυραμιδικών |
accusative | πυραμιδικό | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικούς | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
vocative | πυραμιδικέ | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικοί | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
Related terms
- πυραμίδα f (pyramída, “pyramid”)
- (anatomy): πυραμοειδής (pyramoeidís, “pyramidal”)
Further reading
Πυραμίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.