ρουαντέζικος
Greek
Adjective
ρουαντέζικος • (rouantézikos) m (feminine ρουαντέζικη, neuter ρουαντέζικο)
- Rwandan (of or pertaining to Rwanda or its people)
Declension
declension of ρουαντέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρουαντέζικος | ρουαντέζικη | ρουαντέζικο | ρουαντέζικοι | ρουαντέζικες | ρουαντέζικα |
genitive | ρουαντέζικου | ρουαντέζικης | ρουαντέζικου | ρουαντέζικων | ρουαντέζικων | ρουαντέζικων |
accusative | ρουαντέζικο | ρουαντέζικη | ρουαντέζικο | ρουαντέζικους | ρουαντέζικες | ρουαντέζικα |
vocative | ρουαντέζικε | ρουαντέζικη | ρουαντέζικο | ρουαντέζικοι | ρουαντέζικες | ρουαντέζικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.