σελιδοδείκτης
Greek
Declension
declension of σελιδοδείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σελιδοδείκτης • | σελιδοδείκτες • |
genitive | σελιδοδείκτη • | σελιδοδεικτών • |
accusative | σελιδοδείκτη • | σελιδοδείκτες • |
vocative | σελιδοδείκτη • | σελιδοδείκτες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.