σελινόριζα
Greek
Declension
declension of σελινόριζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σελινόριζα • | σελινόριζες • |
genitive | σελινόριζας • | σελινοριζών • |
accusative | σελινόριζα • | σελινόριζες • |
vocative | σελινόριζα • | σελινόριζες • |
Related terms
- πετροσέλινο n (petrosélino, “parsley”)
- σέλινο n (sélino, “celery”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.