σικελιώτικος
Greek
Adjective
σικελιώτικος • (sikeliótikos) m (feminine σικελιώτικη, neuter σικελικο)
- Alternative form of σικελικός (sikelikós)
Declension
declension of σικελιώτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σικελιώτικος | σικελιώτικη | σικελιώτικο | σικελιώτικοι | σικελιώτικες | σικελιώτικα |
genitive | σικελιώτικου | σικελιώτικης | σικελιώτικου | σικελιώτικων | σικελιώτικων | σικελιώτικων |
accusative | σικελιώτικο | σικελιώτικη | σικελιώτικο | σικελιώτικους | σικελιώτικες | σικελιώτικα |
vocative | σικελιώτικε | σικελιώτικη | σικελιώτικο | σικελιώτικοι | σικελιώτικες | σικελιώτικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.