σμυρναλκυόνη
Greek
Noun
σμυρναλκυόνη • (smyrnalkyóni) f (plural σμυρναλκυόνες)
Declension
declension of σμυρναλκυόνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σμυρναλκυόνη • | σμυρναλκυόνες • |
genitive | σμυρναλκυόνης • | σμυρναλκυόνων • |
accusative | σμυρναλκυόνη • | σμυρναλκυόνες • |
vocative | σμυρναλκυόνη • | σμυρναλκυόνες • |
Coordinate terms
- see: αλκυόνη f (alkyóni, “kingfisher”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.