σπιτοσπουργίτης
Greek
Etymology
From σπίτι (spíti, “house”) + σπουργίτης (spourgítis, “sparrow”).
Noun
σπιτοσπουργίτης • (spitospourgítis) m (plural σπιτοσπουργίτες)
Declension
declension of σπιτοσπουργίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιτοσπουργίτης • | σπιτοσπουργίτες • |
genitive | σπιτοσπουργίτη • | σπιτοσπουργιτών • |
accusative | σπιτοσπουργίτη • | σπιτοσπουργίτες • |
vocative | σπιτοσπουργίτη • | σπιτοσπουργίτες • |
Alternative forms
- σπιτοσπουργίτι n (spitospourgíti)
Related terms
- σπουργίτης m (spourgítis, “sparrow”)
Further reading
σπιτοσπουργίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.