σταθμός
Greek
Noun
σταθμός • (stathmós) m (plural σταθμοί)
- (transport) station, terminus, terminal (bus, railway)
- σταθμός λεωφορείων ― stathmós leoforeíon ― bus station
- σιδηροδρομικός σταθμός ― sidirodromikós stathmós ― railway station
- station, facility, centre
- παιδικός σταθμός ― paidikós stathmós ― kindergarten
- βρεφονηπιακός σταθμός ― vrefonipiakós stathmós ― nursery
- ραδιοφωνικός σταθμός ― radiofonikós stathmós ― radio station
- τηλεοπτικός σταθμός ― tileoptikós stathmós ― television station
- σταθμός πρώτων βοηθειών ― stathmós próton voïtheión ― first aid station
- πυροσβεστικός σταθμός ― pyrosvestikós stathmós ― fire stations
- σταθμός χωροφυλακής ― stathmós chorofylakís ― police station
Declension
declension of σταθμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταθμός • | σταθμοί • |
genitive | σταθμού • | σταθμών • |
accusative | σταθμό • | σταθμούς • |
vocative | σταθμέ • | σταθμοί • |
Related terms
- σταματώ (stamató, “to stop”)
- σιδηροδρομικός σταθμός m (sidirodromikós stathmós, “railway station”)
- στάθμευση f (státhmefsi, “parking”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.