σταυροφορία
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /stavɾɔfɔˈɾia/
Noun
σταυροφορία • (stavroforía) f (plural σταυροφορίες)
Declension
declension of σταυροφορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταυροφορία • | σταυροφορίες • |
genitive | σταυροφορίας • | σταυροφοριών • |
accusative | σταυροφορία • | σταυροφορίες • |
vocative | σταυροφορία • | σταυροφορίες • |
Further reading
- σταυροφορία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.