σταχτοτσικνιάς
Greek
Declension
declension of σταχτοτσικνιάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταχτοτσικνιάς • | σταχτοτσικνιάδες • |
genitive | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδων • |
accusative | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδες • |
vocative | σταχτοτσικνιά • | σταχτοτσικνιάδες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.