στείρωση
Greek
Etymology
From Koine Greek στεῖρωσις (steîrōsis), from Ancient Greek στεῖρος (steîros, “infertile, barren”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈstiɾosi/
- Hyphenation: στεί‧ρω‧ση
Noun
στείρωση • (steírosi) f (plural στειρώσεις)
- (medicine) neutering, spaying, sterilization (act of making unable to procreate)
- Μετά την στείρωση, ο γάτος άλλαξε την συμπεριφορά του. ― Metá tin steírosi, o gátos állaxe tin symperiforá tou. ― After his neutering, the cat changed his behaviour.
Declension
declension of στείρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στείρωση • | στειρώσεις • |
genitive | στείρωσης • στειρώσεως • | στειρώσεων • |
accusative | στείρωση • | στειρώσεις • |
vocative | στείρωση • | στειρώσεις • |
Related terms
- στείρος (steíros, “sterile, barren”)
- στειρότητα f (steirótita, “sterility, barrenness, infertility”)
- στειρώνω (steiróno, “to sterilize, to neuter”)
- στειρωτικός (steirotikós, “sterilizing, neutering”)
Synonyms
- ευνουχισμός m (evnouchismós, “castration”)
Further reading
στείρωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.