στερακτίνιο
Greek
Noun
στερακτίνιο • (steraktínio) n (plural στερακτίνια)
- (SI derived unit, mathematics, geometry) steradian (units of solid angles)
Declension
declension of στερακτίνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στερακτίνιο • | στερακτίνια • |
genitive | στερακτινίου • | στερακτινίων • |
accusative | στερακτίνιο • | στερακτίνια • |
vocative | στερακτίνιο • | στερακτίνια • |
Related terms
- ακτίνιο n (aktínio, “radian”)
See also
- στερεά γωνία f (stereá gonía, “solid angle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.