στηθόδεσμος
Greek
Declension
declension of στηθόδεσμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στηθόδεσμος • | στηθόδεσμοι • |
genitive | στηθόδεσμου • στηθοδέσμου • | στηθόδεσμων • στηθοδέσμων • |
accusative | στηθόδεσμο • | στηθόδεσμους • στηθοδέσμους • |
vocative | στηθόδεσμε • | στηθόδεσμοι • |
Synonyms
- σουτιέν n (soutién)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.