στιγμιότυπο
Greek
Noun
στιγμιότυπο • (stigmiótypo) n (plural στιγμιότυπα)
- (photography) snapshot, snap
- (figuratively) brief description
- (computing) screenshot
Declension
declension of στιγμιότυπο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιγμιότυπο • | στιγμιότυπα • |
genitive | στιγμιότυπου • στιγμιοτύπου • | στιγμιότυπων • στιγμιοτύπων • |
accusative | στιγμιότυπο • | στιγμιότυπα • |
vocative | στιγμιότυπο • | στιγμιότυπα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.