στο πι και φι
Greek
Adverb
στο πι και φι • (sto pi kai fi)
- immediately, unhesitatingly, at the drop of a hat
- έκανε όλες τις διορθώσεις στο πι και φι
- She made all the corrections instantly.
- έκανε όλες τις διορθώσεις στο πι και φι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.