στῦλος

See also: στυλός

Ancient Greek

Etymology

Cognate with the Lithuanian stulpas (pillar) and the Russian столб (stolb).

Pronunciation

 

Noun

στῦλος (stûlos) m (genitive στῡ́λου); second declension

  1. pillar, column, support
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 2.169.5:
      παστὰς λιθίνη μεγάλη καὶ ἠσκημένη στύλοισι τε φοίνικας τὰ δένδρεα
      pastàs lithínē megálē kaì ēskēménē stúloisi te phoínikas tà déndrea
      it is a great colonnade of stone, richly adorned, the pillars made in the form of palm trees
    • New Testament, Revelation 10:1:
      καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στύλοι πυρός
      kaì hoi pódes autoû hōs stúloi purós
      his feet like pillars of fire
    1. wooden pole
      • 200 BCE – 118 BCE, Polybius, The Histories 1.22.4:
        στῦλος ἐν πρώρρᾳ στρογγύλος εἱστήκει
        stûlos en prṓrrhāi strongúlos heistḗkei
        a round pole was placed in the prow
    2. stile

Declension

Derived terms

  • ᾰ̓ραιόστῡλος (araióstūlos)
  • ᾰ̓́στῡλος (ástūlos)
  • δεκάστῡλος (dekástūlos)
  • δῐᾰ́στῡλος (diástūlos)
  • δωδεκάστῡλος (dōdekástūlos)
  • ἑκᾰτοντάστῡλος (hekatontástūlos)
  • ἑξάστῡλος (hexástūlos)
  • ἐπῐστῡ́λῐον (epistū́lion)
  • εὔστῡλος (eústūlos)
  • μεσοστῡ́λῐον (mesostū́lion)
  • μετᾰστῡ́λῐον (metastū́lion)
  • ὀκτάστῡλος (oktástūlos)
  • περῐ́στῡλος (perístūlos)
  • πολύστῡλος (polústūlos)
  • πρόστῡλος (próstūlos)
  • πυκνόστῡλος (puknóstūlos)
  • στῡλοβᾰ́της (stūlobátēs)
  • στῡλογλῠ́φος (stūloglúphos)
  • στῡλοειδής (stūloeidḗs)
  • στῡλοπῐνᾰ́κιον (stūlopinákion)
  • τετράστῡλος (tetrástūlos)
  • ῠ̔πόστῡλος (hupóstūlos)
  • στῡλᾰ́ρῐον (stūlárion)
  • στῡλῐ́δῐον (stūlídion)
  • στῡλῐ́ς (stūlís)
  • στῡλῐ́σκος (stūlískos)
  • στῡλῑ́της (stūlī́tēs)
  • στῡλόω (stūlóō)

Descendants

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.