συμπέρασμα
Greek
Etymology
From συμπεραίνω (symperaíno) + -μα (-ma).
Noun
συμπέρασμα • (sympérasma) n (plural συμπεράσματα)
- deduction, conclusion (results of reasoning)
- conclusion (final summary part of document)
Declension
declension of συμπέρασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπέρασμα • | συμπεράσματα • |
genitive | συμπεράσματος • | συμπερασμάτων • |
accusative | συμπέρασμα • | συμπεράσματα • |
vocative | συμπέρασμα • | συμπεράσματα • |
See also
- προϋπόθεση (proÿpóthesi)
Further reading
- συμπέρασμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.