συνάλλαγμα
Greek
Declension
declension of συνάλλαγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνάλλαγμα • | συναλλάγματα • |
genitive | συναλλάγματος • | συναλλαγμάτων • |
accusative | συνάλλαγμα • | συναλλάγματα • |
vocative | συνάλλαγμα • | συναλλάγματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.