συναίνεση
Greek
Noun
συναίνεση • (synaínesi) f (plural συναινέσεις)
- consent (voluntary agreement)
- με τη συναίνεση των γονέων ― me ti synaínesi ton gonéon ― with the consent of the parents
- consensus
- Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική συναίνεση. ― Ta afstirá oikonomiká métra apaitoún koinonikí synaínesi. ― The stringent economic measures require a public consensus.
Declension
declension of συναίνεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναίνεση • | συναινέσεις • |
genitive | συναίνεσης • συναινέσεως • | συναινέσεων • |
accusative | συναίνεση • | συναινέσεις • |
vocative | συναίνεση • | συναινέσεις • |
Synonyms
- ομοφωνία f (omofonía)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.