συνείδηση
Greek
Etymology
From Ancient Greek συνείδησις (suneídēsis).
Declension
declension of συνείδηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνείδηση • | συνειδήσεις • |
genitive | συνείδησης • συνειδήσεως • | συνειδήσεων • |
accusative | συνείδηση • | συνειδήσεις • |
vocative | συνείδηση • | συνειδήσεις • |
Further reading
- συνείδηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.