συντόμευση
Greek
Declension
declension of συντόμευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντόμευση • | συντομεύσεις • |
genitive | συντόμευσης • συντομεύσεως • | συντομεύσεων • |
accusative | συντόμευση • | συντομεύσεις • |
vocative | συντόμευση • | συντομεύσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.