συρματόσχοινο
Greek
Noun
συρματόσχοινο • (syrmatóschoino) n (plural συρματόσχοινα)
Declension
declension of συρματόσχοινο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόσχοινο • | συρματόσχοινα • |
genitive | συρματόσχοινου • συρματοσχοίνου • | συρματόσχοινων • συρματοσχοίνων • |
accusative | συρματόσχοινο • | συρματόσχοινα • |
vocative | συρματόσχοινο • | συρματόσχοινα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.