σχεδιάστρια
Greek
Noun
σχεδιάστρια • (schediástria) f (plural σχεδιάστριες, masculine σχεδιαστής)
Declension
declension of σχεδιάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
genitive | σχεδιάστρας • | σχεδιαστρών • |
accusative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
vocative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.