σωματική ποινή
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /somatiˈki piˈni/
Noun
σωματική ποινή • (somatikí poiní) f (plural σωματικές ποινές)
- corporal punishment (punishment involving hurt to the body)
Declension
declension of σωματική ποινή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σωματική ποινή • | σωματικές ποινές • |
genitive | σωματικής ποινής • | σωματικών ποινών • |
accusative | σωματική ποινή • | σωματικές ποινές • |
vocative | σωματική ποινή • | σωματικές ποινές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.