ταλαντούχος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ταλαντοῦχος (talantoûkhos), equivalent to τάλαντο (tálanto, “talent”) + -ούχος (-oúchos, “having, possessing”).
Pronunciation
- IPA(key): /talanˈduxos/
- Hyphenation: τα‧λα‧ντού‧χος
Adjective
ταλαντούχος • (talantoúchos) m (feminine ταλαντούχος or ταλαντούχα, neuter ταλαντούχο)
Declension
declension of ταλαντούχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταλαντούχος | ταλαντούχος / ταλαντούχα | ταλαντούχο | ταλαντούχοι | ταλαντούχοι / ταλαντούχες | ταλαντούχα |
genitive | ταλαντούχου | ταλαντούχου / ταλαντούχας | ταλαντούχου | ταλαντούχων | ταλαντούχων | ταλαντούχων |
accusative | ταλαντούχο | ταλαντούχο / ταλαντούχα | ταλαντούχο | ταλαντούχους | ταλαντούχους / ταλαντούχες | ταλαντούχα |
vocative | ταλαντούχε | ταλαντούχε / ταλαντούχα | ταλαντούχο | ταλαντούχοι | ταλαντούχοι / ταλαντούχες | ταλαντούχα |
Synonyms
- (talented, gifted): προικισμένος (proikisménos), πεπροικισμένος (peproikisménos)
Antonyms
- (talented, gifted): ατάλαντος (atálantos, “talentless”)
Related terms
- ταλέντο n (talénto, “talent”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.