ταχτική
Greek
Noun
ταχτική
•
(
tachtikí
)
f
(
plural
ταχτικές
)
Alternative form of
τακτική
(
taktikí
)
Declension
declension of ταχτική
singular
plural
nominative
ταχτική
•
ταχτικές
•
genitive
ταχτικής
•
ταχτικών
•
accusative
ταχτική
•
ταχτικές
•
vocative
ταχτική
•
ταχτικές
•
Related terms
ταχτικός
(
tachtikós
,
“
usual, frequent, tactical
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.