ταχυδακτυλουργός
Greek
Etymology
From ταχυ- (tachy-, “fast”) + δάκτυλο (dáktylo, “finger”) + -ουργός (-ourgós, “(ἔργον) work”), calque of French prestidigitateur[1]. First attested 1874[2].
Pronunciation
- IPA(key): /taçiðaktiluɾˈɣos/
- Hyphenation: τα‧χυ‧δα‧κτυ‧λουρ‧γός
Noun
ταχυδακτυλουργός • (tachydaktylourgós) m or f (plural ταχυδακτυλουργοί)
- (magic) magician, prestidigitator (performer of tricks)
Declension
declension of ταχυδακτυλουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταχυδακτυλουργός • | ταχυδακτυλουργοί • |
genitive | ταχυδακτυλουργού • | ταχυδακτυλουργών • |
accusative | ταχυδακτυλουργό • | ταχυδακτυλουργούς • |
vocative | ταχυδακτυλουργέ • | ταχυδακτυλουργοί • |
Related terms
- ταχυδακτυλουργία f (tachydaktylourgía, “sleight of hand, prestidigitation”)
- ταχυδακτυλουργικός (tachydaktylourgikós, “prestidigitatorial”, adjective)
References
- ταχυδακτυλουργός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.