τελωνειακός
Greek
Adjective
τελωνειακός • (teloneiakós) m (feminine τελωνειακή, neuter τελωνειακό)
- customs
- τελωνειακή αρχή ("customs, customs authority")
- τελωνειακός ελεγκτής ("customs officer")
Declension
declension of τελωνειακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τελωνειακός | τελωνειακή | τελωνειακό | τελωνειακοί | τελωνειακές | τελωνειακά |
genitive | τελωνειακού | τελωνειακής | τελωνειακού | τελωνειακών | τελωνειακών | τελωνειακών |
accusative | τελωνειακό | τελωνειακή | τελωνειακό | τελωνειακούς | τελωνειακές | τελωνειακά |
vocative | τελωνειακέ | τελωνειακή | τελωνειακό | τελωνειακοί | τελωνειακές | τελωνειακά |
Declension
declension of τελωνειακός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τελωνειακός • | τελωνειακοί • |
genitive | τελωνειακού • | τελωνειακών • |
accusative | τελωνειακό • | τελωνειακούς • |
vocative | τελωνειακέ • | τελωνειακοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.