τηλεπικοινωνιακός
Greek
Adjective
τηλεπικοινωνιακός • (tilepikoinoniakós) m (feminine τηλεπικοινωνιακή, neuter τηλεπικοινωνιακό)
Declension
declension of τηλεπικοινωνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τηλεπικοινωνιακός | τηλεπικοινωνιακή | τηλεπικοινωνιακό | τηλεπικοινωνιακοί | τηλεπικοινωνιακές | τηλεπικοινωνιακά |
genitive | τηλεπικοινωνιακού | τηλεπικοινωνιακής | τηλεπικοινωνιακού | τηλεπικοινωνιακών | τηλεπικοινωνιακών | τηλεπικοινωνιακών |
accusative | τηλεπικοινωνιακό | τηλεπικοινωνιακή | τηλεπικοινωνιακό | τηλεπικοινωνιακούς | τηλεπικοινωνιακές | τηλεπικοινωνιακά |
vocative | τηλεπικοινωνιακέ | τηλεπικοινωνιακή | τηλεπικοινωνιακό | τηλεπικοινωνιακοί | τηλεπικοινωνιακές | τηλεπικοινωνιακά |
Related terms
- τηλεπικοινωνία f (tilepikoinonía, “telecommunications”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.