τονισμός
Greek
Noun
τονισμός • (tonismós) m (plural τονισμοί)
- accentuation, stress (when speaking)
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
- the importance of stress and intonation
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
Declension
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.