υπέροχος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὑπέροχος (hupérokhos), from ὑπερέχω (huperékhō, “to be better that”), from ὑπερ (huper, “above, more”) + ἔχω (ékhō, “to have”).
Pronunciation
- IPA(key): /iˈpeɾoxos/
- Hyphenation: υ‧πέ‧ρο‧χος
Adjective
υπέροχος • (ypérochos) m (feminine υπέροχη, neuter υπέροχο)
- excellent, exquisite, marvellous, superb, wonderful
- Ο γιος μου έχει υπέροχη φωνή. ― O gios mou échei ypérochi foní. ― My son has a marvellous voice.
- Είσαι υπέροχη μ' αυτό το φόρεμα. ― Eísai ypérochi m' aftó to fórema. ― You look wonderful in that dress.
Declension
declension of υπέροχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέροχος | υπέροχη | υπέροχο | υπέροχοι | υπέροχες | υπέροχα |
genitive | υπέροχου | υπέροχης | υπέροχου | υπέροχων | υπέροχων | υπέροχων |
accusative | υπέροχο | υπέροχη | υπέροχο | υπέροχους | υπέροχες | υπέροχα |
vocative | υπέροχε | υπέροχη | υπέροχο | υπέροχοι | υπέροχες | υπέροχα |
Synonyms
- (excellent, marvellous): έξοχος (éxochos), εξαιρετικός (exairetikós), καταπληκτικός (katapliktikós), εκπληκτικός (ekpliktikós), φοβερός (foverós), φανταστικός (fantastikós), ξεχωριστός (xechoristós), εξαίσιος (exaísios), γαμάτος (gamátos) (very informal)
Antonyms
Derived terms
Related terms
- υπερέχω (yperécho, “to be better, to exceed”)
- υπεροχή f (yperochí, “superiority, excellence”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.