υπερβασίλειο
Greek
Etymology
υπερ- (yper-, “hyper-”) + βασίλειο (vasíleio, “palace, capital”)
Noun
υπερβασίλειο • (ypervasíleio) f (plural αυτοκρατορίες)
Declension
declension of υπερβασίλειο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκρατορία • | αυτοκρατορίες • |
genitive | αυτοκρατορίας • | αυτοκρατοριών • |
accusative | αυτοκρατορία • | αυτοκρατορίες • |
vocative | αυτοκρατορία • | αυτοκρατορίες • |
Synonyms
- (taxonomy): επικράτεια f (epikráteia) (more usual)
- (taxonomy): υπερβασίλειο n (ypervasíleio) (less usual)
Coordinate terms
- αυτοκράτορας m (aftokrátoras, “emperor”)
- αυτοκράτειρα f (aftokráteira, “empress”)
- αυτοκρατορικός (aftokratorikós, “imperial”)
Related terms
- βασίλειο m (vasíleio, “kingdom”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.