υποατομικός
Greek
Adjective
υποατομικός • (ypoatomikós) m (feminine υποατομική, neuter υποατομικό)
Declension
declension of υποατομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποατομικός | υποατομική | υποατομικό | υποατομικοί | υποατομικές | υποατομικά |
genitive | υποατομικού | υποατομικής | υποατομικού | υποατομικών | υποατομικών | υποατομικών |
accusative | υποατομικό | υποατομική | υποατομικό | υποατομικούς | υποατομικές | υποατομικά |
vocative | υποατομικέ | υποατομική | υποατομικό | υποατομικοί | υποατομικές | υποατομικά |
Related terms
- υποατομικό σωματίδιο n (ypoatomikó somatídio, “subatomic particle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.