υποκειμενικότητα
Greek
Etymology
υποκειμενικός (ypokeimenikós, “subjective”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”), calque of French subjectivité.
Noun
υποκειμενικότητα • (ypokeimenikótita) f (uncountable)
- subjectivity
- Antonym: αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)
Declension
Declension of υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)
singular | |
---|---|
nominative | υποκειμενικότητα • |
genitive | υποκειμενικότητας • |
accusative | υποκειμενικότητα • |
vocative | υποκειμενικότητα • |
Further reading
- υποκειμενικότητα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.