υποπόδιο
Greek
Noun
υποπόδιο
•
(
ypopódio
)
n
(
plural
υποπόδια
)
footstool
hassock
Declension
declension of υποπόδιο
singular
plural
nominative
υποπόδιο
•
υποπόδια
•
genitive
υποπόδιου
•
υποπόδιων
•
accusative
υποπόδιο
•
υποπόδια
•
vocative
υποπόδιο
•
υποπόδια
•
See also
σκαμνί
n
(
skamní
,
“
stool
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.