υποχρέωση
Greek
Etymology
Noun formed from Ancient Greek adjective ὐπόχρεος (upókhreos, “indebted”)
Pronunciation
IPA(key): /ipoˈxɾeosi/
Noun
υποχρέωση • (ypochréosi) f (plural υποχρεώσεις)
- (law) obligation, duty, responsibility, liability
- Κανείς δεν έχει την υποχρέωση να κάνει αυτό που δεν θέλει. ― Kaneís den échei tin ypochréosi na kánei aftó pou den thélei. ― Nobody is obliged to do what they don't want to.
Declension
declension of υποχρέωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποχρέωση • | υποχρεώσεις • |
genitive | υποχρέωσης • υποχρεώσεως • | υποχρεώσεων • |
accusative | υποχρέωση • | υποχρεώσεις • |
vocative | υποχρέωση • | υποχρεώσεις • |
Related terms
- υποχρέωση διατροφής f (ypochréosi diatrofís, “alimony,maintenance payment”)
- υποχρεώνω (ypochreóno, “to force, oblige”)
- υποχρεωτικός (ypochreotikós, “obligatory”)
- υπόχρεος (ypóchreos, “indebted”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.