υστεροβουλία
Greek
Etymology
Koine Greek ὑστεροβουλία (husteroboulía), equivalent to υστερο- (ystero-, “after, subsequent”) + βουλή (voulí, “desire, will”).
Pronunciation
- IPA(key): /isteɾovuˈlia/
- Hyphenation: υ‧στε‧ρο‧βου‧λί‧α
Noun
υστεροβουλία • (ysterovoulía) f (plural υστεροβουλίες)
- ulterior motive (alternative reason for doing something, especially when concealed)
- Η καλοσύνη του και η καλή διάθεση έκρυβαν υστεροβουλία. ― I kalosýni tou kai i kalí diáthesi ékryvan ysterovoulía. ― His kindness and good nature hid an ulterior motive.
Declension
declension of υστεροβουλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υστεροβουλία • | υστεροβουλίες • |
genitive | υστεροβουλίας • | υστεροβουλιών • |
accusative | υστεροβουλία • | υστεροβουλίες • |
vocative | υστεροβουλία • | υστεροβουλίες • |
Related terms
- υστερόβουλος (ysteróvoulos, “insincere, scheming, designing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.