χριστουγεννιάτικος
Greek
Etymology
Χριστούγεννα (Christoúgenna, “Christmas”) + -ιάτικος (-iátikos, “suffix for adjectives denoting time”).
Pronunciation
- IPA(key): /xristuʝeˈɲatikos/
- Hyphenation: χρι‧στου‧γεν‧νιά‧τι‧κος
Adjective
χριστουγεννιάτικος • (christougenniátikos) m (feminine χριστουγεννιάτικη, neuter χριστουγεννιάτικο)
- Christmas (relating to the occasion)
- η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα ― i christougenniátiki atmósfaira ― the Christmas atmosphere
- τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα ― ta christougenniátika kálanta ― the Christmas carols
Declension
declension of χριστουγεννιάτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χριστουγεννιάτικος | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικοι | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
genitive | χριστουγεννιάτικου | χριστουγεννιάτικης | χριστουγεννιάτικου | χριστουγεννιάτικων | χριστουγεννιάτικων | χριστουγεννιάτικων |
accusative | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικους | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
vocative | χριστουγεννιάτικε | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικοι | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
Derived terms
- χριστουγεννιάτικα (christougenniátika, adverb)
- χριστουγεννιάτικα κάλαντα n pl (christougenniátika kálanta, “Christmas carols”) (always in plural)
- χριστουγεννιάτικη κάρτα f (christougenniátiki kárta, “Christmas card”)
Related terms
- Χριστούγεννα n pl (Christoúgenna, “Christmas”)
of other feasts:
- πασχαλιάτικος (paschaliátikos, “of Easter, resembling Easter”)
- πασχαλινός (paschalinós, “of Easter”)
- των Φώτων (ton Fóton, “of Epiphany”) (colloquial of Θεοφάνεια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.