χωρητικότητα
Greek
Etymology
χωρητικός (choritikós, “capacitive,”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1812.
Noun
χωρητικότητα • (choritikótita) f (plural χωρητικότητες)
Declension
declension of χωρητικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χωρητικότητα • | χωρητικότητες • |
genitive | χωρητικότητας • | χωρητικοτήτων • |
accusative | χωρητικότητα • | χωρητικότητες • |
vocative | χωρητικότητα • | χωρητικότητες • |
Synonyms
- (volume): όγκος f (ógkos)
Related terms
- ηλεκτρική χωρητικότητα f (ilektrikí choritikótita, “electrical capacitance”)
See also
- φαράντ n (faránt, “farad”) (the SI unit of capacitance)
Further reading
χωρητικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.