ψύλλος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ψύλλος (psúllos)
Declension
declension of ψύλλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ψύλλος • | ψύλλοι • |
genitive | ψύλλου • | ψύλλων • |
accusative | ψύλλο • | ψύλλους • |
vocative | ψύλλε • | ψύλλοι • |
Related terms
- για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima)
- γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous sta áchyra)
- καλιγώνω τον ψύλλο (kaligóno ton psýllo)
- μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά (mou baínoun psýlloi sta aftiá)
- ούτε ψύλλος στον κόρφο μου (oúte psýllos ston kórfo mou)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.