ψύλλος

Greek

Etymology

From Ancient Greek ψύλλος (psúllos)

Noun

ψύλλος (psýllos) m (plural ψύλλοι)

  1. flea (parasitic insect)

Declension

  • για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima)
  • γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous sta áchyra)
  • καλιγώνω τον ψύλλο (kaligóno ton psýllo)
  • μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά (mou baínoun psýlloi sta aftiá)
  • ούτε ψύλλος στον κόρφο μου (oúte psýllos ston kórfo mou)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.