ἀναλίσκω

Ancient Greek

Etymology

ἀνα- (ana-) + *ἁλίσκω (*halískō) (compare ἁλίσκομαι (halískomai))

Pronunciation

 

Verb

ἀνᾱλίσκω (anālískō)

  1. to spend
  2. to kill, destroy

Conjugation

Derived terms

  • ἀνταναλίσκω (antanalískō)
  • ἀπαναλίσκω (apanalískō)
  • διαναλίσκω (dianalískō)
  • εἰσαναλίσκω (eisanalískō)
  • ἐξαναλίσκω (exanalískō)
  • ἐπαναλίσκω (epanalískō)
  • καταναλίσκω (katanalískō)
  • παραναλίσκω (paranalískō)
  • προαναλίσκω (proanalískō)
  • προεξαναλίσκω (proexanalískō)
  • προκαταναλίσκω (prokatanalískō)
  • προσαναλίσκω (prosanalískō)
  • συμπαραναλίσκω (sumparanalískō)
  • συναναλίσκω (sunanalískō)
  • ὑπαναλίσκω (hupanalískō)
  • ὑπεραναλίσκω (huperanalískō)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.