ἕλκω

See also: έλκω

Ancient Greek

Alternative forms

  • ἑλκέω (helkéō)
  • ἑλκύζω (helkúzō)
  • ἑλκυστάζω (helkustázō)
  • ἑλκύω (helkúō) (later form)
  • For the forms ἑλκόω, ἑλκῶ and ἑλκόομαι see ἕλκος

Etymology

Stems: ἑλκ- (also grade ὁλκ-), ἑλκη- and ἑλκυ-. From Proto-Indo-European *selk- (to pull, draw). Cognate with Latin sulcus (furrow, groove), Old English sulh (plow), Albanian hulli (furrow). Unrelated to ἕλκος (hélkos, wound).

Pronunciation

 

Verb

ἕλκω (hélkō)

  1. to drag (pull along a surface)

Conjugation

(See ἑλκύω (helkúō) for future passive, aorist, and perfect forms.)

Derived terms

  • ἀμφέλκω (amphélkō)
  • ἀνέλκω (anélkō)
  • ἀνθέλκω (anthélkō)
  • ἀντιμεθέλκω (antimethélkō)
  • ἀντιπεριέλκω (antiperiélkō)
  • ἀπέλκω ("drag away") (Ionic of) ἀφέλκω
  • ἀφέλκω (aphélkō)
  • διέλκω (diélkō)
  • εἰσέλκω (eisélkō)
  • ἐνέλκω (enélkō)
  • ἐξέλκω (exélkō)
  • ἐπανέλκω (epanélkō)
  • ἐπεξέλκω (epexélkō)
  • ἐφέλκω (ephélkō)
  • καθέλκω (kathélkō)
  • κατέλκω (katélkō)
  • μεθέλκω (methélkō)
  • παρέλκω (parélkō)
  • περιέλκω (periélkō)
  • προανέλκω (proanélkō)
  • προαφέλκω (proaphélkō)
  • προέλκω (proélkō)
  • προσέλκω (prosélkō)
  • προσεφέλκομαι (prosephélkomai)
  • προσκαθέλκω (proskathélkō)
  • συγκαθέλκω (sunkathélkō)
  • συμπεριέλκω (sumperiélkō)
  • συνανέλκω (sunanélkō)
  • συνανθέλκω (sunanthélkō)
  • συνέλκω (sunélkō)
  • συνεξέλκομαι (sunexélkomai)
  • συνεφέλκω (sunephélkō)
  • συνυφέλκω (sunuphélkō)
  • ὑπανέλκω (hupanélkō)
  • ὑφέλκω (huphélkō)
  • ἀνέλκυστος (anélkustos)
  • ἀνέλκωσις (anélkōsis)
  • ἀνέλκωτος (anélkōtos)
  • ἀνθολκή (antholkḗ)
  • ἀνθολκός (antholkós)
  • ἀνολκή (anolkḗ)
  • ἀφέλκυσις (aphélkusis)
  • ἀφελκυστέον (aphelkustéon)
  • γαγγαμουλκός (gangamoulkós)
  • διελκυσμός (dielkusmós)
  • διελκυστίνδα (dielkustínda)
  • δικτυουλκός (diktuoulkós)
  • διολκή (diolkḗ)
  • δίολκος (díolkos)
  • διφρουλκέω (diphroulkéō)
  • ἑλκέω (helkéō)
  • ἑλκηδόν (helkēdón)
  • ἑλκηθμός (helkēthmós)
  • ἕλκηθρον (hélkēthron)
  • ἕλκημα (hélkēma)
  • ἑλκησίσταχυς (helkēsístakhus)
  • ἑλκητήρ (helkētḗr)
  • ἑλκυθμός (helkuthmós)
  • ἑλκύσιμος (helkúsimos)
  • ἕλκυσις (hélkusis)
  • ἕλκυσμα (hélkusma)
  • ἑλκυσμός (helkusmós)
  • ἑλκυστάζω (helkustázō)
  • ἑλκυστέος (helkustéos)
  • ἑλκυστήρ (helkustḗr)
  • ἑλκυστήριος (helkustḗrios)
  • ἑλκυστικός (helkustikós)
  • ἑλκυστίνδα (helkustínda)
  • ἑλκυστός (helkustós)
  • ἕλκυστρον (hélkustron)
  • ἑλξίνη (helxínē)
  • ἕλξις (hélxis)
  • ἐμβρυουλκέω (embruoulkéō)
  • ἐμβρυουλκία (embruoulkía)
  • ἐμβρυουλκός (embruoulkós)
  • ἐνδίολκος (endíolkos)
  • ἐξελκυσμός (exelkusmós)
  • ἐξολκή (exolkḗ)
  • εὐελκής (euelkḗs)
  • εὐεξέλκυστος (euexélkustos)
  • εὐόλκιμος (euólkimos)
  • ἐφέλκυσις (ephélkusis)
  • ἐφελκυσμός (ephelkusmós)
  • ἐφελκυστής (ephelkustḗs)
  • ἐφελκυστικός (ephelkustikós)
  • ἐφόλκαιον (ephólkaion)
  • ἐφολκή (epholkḗ)
  • ἐφόλκιον (ephólkion)
  • ἐφολκίς (epholkís)
  • ἐφολκός (epholkós)
  • ζυγουλκός (zugoulkós)
  • ἡμιόλκιον (hēmiólkion)
  • ἰσοελκής (isoelkḗs)
  • ἰχθυουλκός (ikhthuoulkós)
  • καθελκόομαι (kathelkóomai)
  • καθελκυσμός (kathelkusmós)
  • καθολκεύς (katholkeús)
  • καθολκός (katholkós)
  • καρδιουλκέω (kardioulkéō)
  • καρδιουλκία (kardioulkía)
  • κεραελκής (keraelkḗs)
  • κερουλκός (keroulkós)
  • κηριοελκός (kērioelkós)
  • κηρουλκός (kēroulkós)
  • κιρσουλκέω (kirsoulkéō)
  • κυνουλκός (kunoulkós)
  • λιθουλκέω (lithoulkéō)
  • λιθουλκία (lithoulkía)
  • λιθουλκός (lithoulkós)
  • λινουλκός (linoulkós)
  • μεθελκυστέον (methelkustéon)
  • μεθολκή (metholkḗ)
  • νεωλκός (neōlkós)
  • ξιφουλκός (xiphoulkós)
  • ὁλκαδικός (holkadikós)
  • ὁλκάζω (holkázō)
  • ὁλκαῖος (holkaîos)
  • ὁλκάς (holkás)
  • ὁλκεῖον (holkeîon)
  • ὁλκεύς (holkeús)
  • ὁλκή (holkḗ)
  • ὁλκήεις (holkḗeis)
  • ὁλκήϊον (holkḗïon)
  • ὁλκήρης (holkḗrēs)
  • ὅλκιμος (hólkimos)
  • ὁλκίον (holkíon)
  • ὁλκός (holkós)
  • παρελκόντως (parelkóntōs)
  • παρέλκυσις (parélkusis)
  • παρελκυσμός (parelkusmós)
  • παρολκή (parolkḗ)
  • παρόλκημα (parólkēma)
  • πάρολκος (párolkos)
  • περιελκυσμός (perielkusmós)
  • περιολκή (periolkḗ)
  • πλινθουλκέω (plinthoulkéō)
  • πλινθουλκία (plinthoulkía)
  • πλινθούλκιον (plinthoúlkion)
  • πλινθουλκός (plinthoulkós)
  • προελκομένως (proelkoménōs)
  • προηλκυσμένως (proēlkusménōs)
  • πυουλκός (puoulkós)
  • ῥινουλκέω (rhinoulkéō)
  • ῥυμουλκέω (rhumoulkéō)
  • συνελκυστέος (sunelkustéos)
  • συνολκή (sunolkḗ)
  • σύνολκος (súnolkos)
  • τιμιουλκέω (timioulkéō)
  • τοξελκής (toxelkḗs)
  • τοξουλκός (toxoulkós)
  • ὑφελκυσμός (huphelkusmós)
  • φωτουλκός (phōtoulkós)
  • χαμουλκός (khamoulkós)
  • χρονουλκέω (khronoulkéō)
  • ψυχουλκέομαι (psukhoulkéomai)
  • ψυχουλκός (psukhoulkós)

Unrelated to the derived words from ἕλκος (hélkos, wound).

Descendants

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.