άνδρας
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἀνήρ, anếr, via son accusatif singulier ἄνδρα ándra.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | άνδρας | οι | άνδρες |
Génitif | του | άνδρα | των | ανδρών |
Accusatif | το(ν) | άνδρα | τους | άνδρες |
Vocatif | άνδρα | άνδρες |
άνδρας (ándras) \ˈan.ðɾas\ masculin
Variantes
Dérivés
- ανδρεία
- ανδρείος
- ανδρειώνομαι
- ανδριάντας
- ανδρικά
- ανδρικός
- ανδρισμός
- ανδρωνίτης
- ανδρώνομαι
- ανδραγάθημα
- ανδραγαθία
- ανδραγαθώ
- ανδραδέλφη
- ανδράδελφος
- ανδραποδίζω
- ανδραποδισμός
- ανδράποδο
- ανδρογόνα
- ανδρογύναιο
- ανδρογυνία
- ανδρογυνισμός
- ανδρόγυνο
- ανδροκοίτης
- ανδροκρατία
- ανδροκρατικός
- ανδροκρατούμαι
- ανδρολογία
- ανδρολόγος
- ανδρόπαυση
- ανδροπρέπεια
- ανδροπρεπής
- ανδρωνυμικός
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.