γυμνότης

Grec ancien

Étymologie

Du γυμνός, gumnós  nu ») et -της, -tês.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif γυμνότης αἱ γυμνότητες τὼ γυμνότητε
Vocatif γυμνότης γυμνότητες γυμνότητε
Accusatif τὴν γυμνότητα τὰς γυμνότητας τὼ γυμνότητε
Génitif τῆς γυμνότητος τῶν γυμνοτήτων τοῖν γυμνοτήτοιν
Datif τῇ γυμνότητι ταῖς γυμνότησι(ν) τοῖν γυμνοτήτοιν

γυμνότης, gumnótês \ɡy.ˈmno.tɛːs\ féminin

  1. Nudité.
    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.